ἐνέστιος

ἐνέστιος
ἐνέστιος, ον,
A offered at the public hearth,

τὸ ἐ. θῦμα οἶν Inscr.Magn.36.20

([place name] Ithaca):—also [full] ἐνίστιος, ον, ib.72.40 (Syrac.):—Subst. [full] ἐνέστιον (sc. θῦμα), τό, ib.42.12 ([place name] Corinth):—Arc. [full] ἰνίστιον ib.38.41 (Megalop.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα …   Dictionary of Greek

  • κἀνέστιος — ἀνέστιος , ἀνέστιος without hearth and home masc/fem nom sg ἐνέστιος , ἐνέστιος offered at the public hearth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”